υδρόρροια

υδρόρροια
η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ [υδρορόος]
νεοελλ.
ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα τού σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα τού πρόσθιου ή τού μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού κατά την εγκυμοσύνη
αρχ.
οχετός, αυλάκι νερού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑδρόρροια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρορροίας — ὑδρορροίᾱς , ὑδρόρροια fem acc pl ὑδρορροίᾱς , ὑδρόρροια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρροια — ἄρροια, η (Α) περίοδος διακοπής των εμμήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρροια < ρόFος ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γονόρροια — η (AM γονόρροια) η βλεννόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνος + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια)] …   Dictionary of Greek

  • επίρροια — η (AM ἐπίρροια) επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. επίδραση, επηρεασμός 2. κύρος, επιβολή μσν. επιδρομή αρχ. 1. (για ποτάμι) ρεύμα 2. μτφ. αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • hydrorrhœa — hydrorrhœa, rhea Path. (haɪdrəʊˈriːə) [mod. ad. Gr. ὑδρόρροια flow of water, water course.] A copious watery discharge. Bullock Cazeaux Midwif. 306 …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”