ὑδρόρροια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρορροίας — ὑδρορροίᾱς , ὑδρόρροια fem acc pl ὑδρορροίᾱς , ὑδρόρροια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρροια — ἄρροια, η (Α) περίοδος διακοπής των εμμήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρροια < ρόFος ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γονόρροια — η (AM γονόρροια) η βλεννόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνος + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια)] … Dictionary of Greek
επίρροια — η (AM ἐπίρροια) επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. επίδραση, επηρεασμός 2. κύρος, επιβολή μσν. επιδρομή αρχ. 1. (για ποτάμι) ρεύμα 2. μτφ. αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
hydrorrhœa — hydrorrhœa, rhea Path. (haɪdrəʊˈriːə) [mod. ad. Gr. ὑδρόρροια flow of water, water course.] A copious watery discharge. Bullock Cazeaux Midwif. 306 … Useful english dictionary